- αρκουδίζω
- και αρκουδάωβαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρκουδίζω — ισα, βαδίζω με τα τέσσερα σαν τις αρκούδες, μπουσουλώ: Το μωρό μας άρχισε να αρκουδίζει. Ουσ. αρκούδισμα, το το μπουσούλημα των νηπίων· επίρρ. τροπ., αρκουδιστά μπουσουλώντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεπουδεύω — 1. (για μωρά) έρπω, αρκουδίζω, «μπουσουλάω» 2. φέρομαι με πανουργία, πονηριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. αλεπούδ ες, πληθ. του ουσ. αλεπού] … Dictionary of Greek
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
αρκούδισμα — το [αρκουδίζω] το να βαδίζει κανείς με τα τέσσερα … Dictionary of Greek